Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

о ωαγωγός

См. также в других словарях:

  • ωαγωγός — Είναι ο καθένας από τους δύο μυώδεις σωλήνες, οι οποίοι αποτελούν την ωοθήκη μαζί με τη μήτρα. Με το χοανοειδές κροσσωτό στόμιό τους, που βρίσκεται προς τις ωοθήκες, οι ω. αναρροφούν, κατά κάποιον τρόπο, τα ωάρια και τα μεταφέρουν στην κοιλότητα… …   Dictionary of Greek

  • πρόνεφρος — ο, Ν βιολ. ο πρωιμότερος από τους τρεις διαδοχικούς νεφρούς τών σπονδυλοζώων, από τον οποίο προκύπτουν ο αγωγός τού Βολφ ή πρωτογενής ουρητήρας και ο αγωγός τού Μύλερ ή ωαγωγός …   Dictionary of Greek

  • ωαγωγικός — ή, ό, Ν [ωαγωγός] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωαγωγό 2. φρ. «ωαγωγική κύηση» ιατρ. μορφή έκτοπης κύησης, που επισυμβαίνει στον ωαγωγό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»